ἐκδρομάς

ἐκδρομάς
ἐκδρομά̱ς , ἐκδρομή
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκδρομάς — ἐκδρομάς, ο (AM) μσν. φρ. «κόλλοψ ὁ ἐκδρομάς» ο εξαντλημένος από την ασωτεία αρχ. αυτός που πέρασε την εφηβική ηλικία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”